- ζωνιαῖος
- ζων-ιαῖος, α, ον,A as thick as a girdle,
πάχος Ath.Mech.38.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάχος Ath.Mech.38.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωνιαίος — ζωνιαῑος, α, ον (Α) [ζώνη] όμοιος με ζώνη ἡ που έχει το μέγεθος μιας ζώνης … Dictionary of Greek